άρθρο του Σεραφείμ Π. Παναγιωτάκη
Αγαπητοί φίλοι των «Ιπποδρομιών»,
Νωρίς χθες τα ξημερώματα γνωστοποιήθηκε η τελική συμφωνία στην συνδιάσκεψη του Eurogroup των Υπουργών Οικονομικών της Ευρωζώνης για το πλαίσιο με τους όρους και τις προϋποθέσεις που απαιτούνται και αφορούν στην έγκριση εκταμίευσης του νέου οικονομικού πακέτου στήριξης της χώρας καθώς επίσης και στην άμεση υλοποίηση του σχεδίου ανταλλαγής των Ελληνικών ομολόγων με τους ιδιώτες επενδυτές (το «γνωστό» μας πλέον PSI).
Η απομάκρυνση – σε πρώτο χρόνο τουλάχιστον – του επαπειλούμενου κινδύνου χρεοκοπίας της χώρας θα μπορούσε δυνητικά (και σε συνδυασμό πάντα με τις κατάλληλες ενέργειες από πλευράς της Πολιτείας) να δημιουργήσει μία διαφορετική ψυχολογία, ένα περισσότερο αισιόδοξο κλίμα στην εγχώρια αγορά με στόχο την προσέλκυση κεφαλαίων από το εξωτερικό, δεδομένου ότι η Ελλάδα αποτελεί αυτή την εποχή μία συμφέρουσα χώρα για επενδύσεις, ειδικότερα μάλιστα αν αναλογιστεί κάποιος την εντυπωσιακή συμπίεση του μισθολογικού κόστους το τελευταίο διάστημα και το πλήθος των «ευκαιριών» που προσφέρονται σήμερα εξαιτίας της μεγάλης πτώσης της εμπορικής αξίας – συνολικά – των προς πώληση ακινήτων και των επιχειρήσεων του Δημοσίου.
Στον αντίποδα τώρα, η συμφωνία που επιτεύχθηκε με την απόφαση του Eurogroup αφήνει σημαντικά περιθώρια να «πάει κάτι στραβά» για την Ελληνική οικονομία:
Η «πρώτη απειλή» έρχεται από την ίδια την υλοποίηση του οικονομικού προγράμματος και την ισχυρή πιθανότητα απόκλισής του από τους οικονομικούς στόχους που έχουν τεθεί. Με δεδομένο μάλιστα ότι ο φετινός προϋπολογισμός (που ψηφίστηκε μόλις πριν από δύο περίπου μήνες) χρειάζεται ήδη αναθεώρηση και τροποποίηση, αντιλαμβανόμαστε όλοι τους κινδύνους που ελλοχεύουν στο μέλλον.
Εκτός αυτού, με την δημιουργία ενός ειδικού λογαριασμού μέσω του οποίου θα γίνεται η αποπληρωμή των δανειστών και των ομολόγων κατά προτεραιότητα, αυτομάτως συνεπάγεται πως θα πρέπει από φέτος κιόλας ο προϋπολογισμός της χώρας να εμφανίσει πρωτογενές πλεόνασμα (κάτι που φαντάζει από εξαιρετικά δύσκολο έως ανέφικτο με βάση τα σημερινά δεδομένα) προκειμένου να αποφευχθεί η κήρυξη εσωτερικής στάσης πληρωμών.
Με λίγα λόγια, τα θετικά σημεία της συμφωνίας του Eurogroup όχι μόνο δεν υπερτερούν έναντι των αρνητικών αλλά επιπλέον, από ο, τι φαίνεται τουλάχιστον μέχρι στιγμής, δεν κατάφεραν να πειστούν οι διεθνείς αγορές, οι οποίες αντέδρασαν θα λέγαμε μάλλον συγκρατημένα, τηρώντας κατά κάποιο τρόπο «στάση αναμονής» για άλλη μία φορά…
Μέχρι λοιπόν να «ξεκαθαρίσει το οικονομικό τοπίο» – κάτι που για να γίνει χρειάζονται μήνες – δεν μπορεί κανείς να προδικάσει το αποτέλεσμα. Αυτό ακριβώς είναι που με κάνει να εκτιμώ βάσιμα πως οι επίδοξοι επενδυτές αν τελικά αποφασίσουν να προβούν σε επιχειρηματικές δραστηριοποιήσεις στην Ελλάδα, θα το πράξουν τουλάχιστον ένα τρίμηνο μετά από την εφαρμογή της συμφωνίας του Eurogroup, ώστε να υπάρχουν κάποια «πρώτα δείγματα» για το πού πάει το πράγμα…
Στην περίπτωση του Ιπποδρόμου τώρα, η νεότερη καθυστέρηση που σημειώθηκε από το Ταμείο Αξιοποίησης της Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου (ΤΑΙΠΕΔ) φαίνεται να «βολεύει» σήμερα, όσο παράδοξο κι αν ακούγεται. Το «μελανό σημείο» βρίσκεται στο τι μέλλει γενέσθαι προς το τέλος Φεβρουαρίου, όπου θα πρέπει ο Οργανισμός να έχει ρυθμίσει τις οικονομικές του εκκρεμότητες για να μπορέσει να συνεχίσει κανονικά την λειτουργία του. Υπάρχουν δύο σημαντικοί «σκόπελοι» μπροστά που χρειάζεται να ξεπεραστούν: ο πρώτος (χρονικά) αφορά στο τέλος του μήνα που διανύουμε και στην επιτυχημένη ή όχι προσπάθεια να συμμαζευτούν κάπως τα χρέη του Οργανισμού, ενώ ο δεύτερος αφορά στα αποτελέσματα του νέου προγράμματος που αποφασίστηκε στην προχθεσινοβραδινή συνδιάσκεψη του Eurogroup και τα συμπεράσματα που θα προκύψουν προς το καλοκαίρι, μετά τους πρώτους μήνες εφαρμογής του.
Σε κάθε περίπτωση, ο Ελληνικός Ιππόδρομος αναμένεται να έχει μπροστά του πολύ σύντομα ορισμένες «καυτές ημερομηνίες – ορόσημα» για να ξεπεράσει με επιτυχία. Από αυτό το πρώτο «τεστ» θα εξαρτηθεί ασφαλώς σε πολύ σημαντικό βαθμό και η γενικότερη πορεία του, ενώ οπωσδήποτε αυτή την φορά οι εξελίξεις δεν μπορεί παρά να είναι καθοριστικές για το μέλλον. Τα οριστικά συμπεράσματα πάντως θα εξαχθούν με μεγαλύτερη ευκρίνεια από την γενικότερη πορεία της Ελληνικής οικονομίας, του καταλύτη με άλλα λόγια που θα «κρίνει» το γενικότερο ενδιαφέρον για νέες επενδύσεις στην χώρα.
Σεραφείμ Π. Παναγιωτάκης