Ανοιχτή επιστολή ενός… πτωχού – πλην τίμιου – «πιανίστα» προς τους… «καουμπόηδες» του Μαρκόπουλου
του
Σεραφείμ Π. Παναγιωτάκη
Αγαπητοί καουμπόηδες του Μαρκόπουλου,
Επειδή
στο «σαλούν», εδώ, στην «Άγρια Δύση» του Μαρκόπουλου, έχουμε μείνει πια «μόνοι μας», εσείς
οι καουμπόηδες, και εγώ, ένας πτωχός – πλην τίμιος – πιανίστας, και επειδή ορισμένοι από τους καουμπόηδες «απαίτησαν να μην πυροβολώ τα πόδια μου», δράττομαι της
ευκαιρίας για να σας πω τα εξής, τραγουδιστά:
Στο
σαλούν αυτό που συνυπάρχουμε, εσείς οι καουμπόηδες, και εγώ, ένας πτωχός – πλην
τίμιος – πιανίστας, γνωρίζουμε όλοι ότι το σαλούν δεν ανήκει σε κανέναν από
εμάς… Και όμως, κάποιοι καουμπόηδες το ξέχασαν αυτό εδώ και μερικά χρόνια και
συμπεριφέρονται μέσα στο σαλούν ως «αφεντικά», διώχνοντας με τον τρόπο τους
πολλούς από τους θαμώνες… Δεν τους έδιωξε ο πιανίστας…
Άλλοι
καουμπόηδες πάλι μετεξελίχθηκαν σε «επαγγελματίες χαρτοκλέφτες» και προσπάθησαν με
«σημαδεμένη τράπουλα» να «μαζέψουν το χρήμα»… Ακόμα περισσότεροι θαμώνες
εγκατέλειψαν το σαλούν για να «γλιτώσουν» από την ληστεία… Δεν τους έκλεψε ο
πιανίστας…
Κάποια
στιγμή, των θαμώνων απόντων, οι «δουλειές» στο σαλούν «έπεσαν πολύ», το χρήμα
άρχισε να μην «κυκλοφορεί εύκολα» και αυτό είχε ως αποτέλεσμα να «αρχίσουν
οι πυροβολισμοί» μεταξύ των καουμπόηδων μέσα στο σαλούν… Ο ένας καουμπόης άρχισε ξαφνικά να
πυροβολεί τον άλλον, σε μία αδυσώπητη «μάχη επικράτησης» περισσότερο, παρά βιολογικής επιβίωσης…
Φανταστείτε τώρα «μάχες» που εκτυλίχθησαν στο σαλούν, που ακόμα και αυτοί οι
«επιδοτούμενοι χομπίστες» - καουμπόηδες (επιδοτούμενοι με χρήμα των πολιτών της
Άγριας Δύσης, δηλαδή ακόμα και του πιανίστα…) διαιρέθηκαν από τότε μεταξύ τους, στα δύο, δημιουργώντας «αντίπαλες ομάδες»… Η σύγκρουση ήταν σφοδρή, τα «θύματα»
πολλά… Και άλλοι θαμώνες «κούνησαν μαντίλι», ξανά… Ο πιανίστας δεν έφταιγε σε
τίποτα, για μία ακόμα φορά…
Μερικοί καουμπόηδες, εκείνοι με τα «μεγάλα κοπάδια», προσπάθησαν να ελέγξουν την κατάσταση, «για το καλό όλων» ήθελαν να πουν… Οι περισσότεροι από αυτούς, μόλις «οι δουλειές έπεσαν έξω» στο σαλούν «την έκαναν», ορισμένοι από αυτούς άφησαν τα κοπάδια τους όπως – όπως και εξαφανίστηκαν από το σαλούν, άλλοι πάλι «μετανάστευσαν» προς αναζήτηση μιας καλύτερης τύχης, αφού βέβαια πρώτα «φρόντισαν» να «μετακομίσουν» το ίδιο το σαλούν εκεί, στις «ερημιές» της Άγριας Δύσης, μακριά από τους θαμώνες του… Ο πιανίστας δεν είχε καμία ανάμιξη σε όλα αυτά, και ένοιωθε το μέλλον του να απειλείται καθημερινά, να κινδυνεύει να μείνει χωρίς δουλειά σε ένα άδειο σαλούν…
Στην
συνέχεια, λοιπόν, ως απόρροια της αναδουλειάς που έπεσε στο σαλούν, «οι
προμήθειες εξαντλήθηκαν», δεν έφτανε που ήταν πια πολύ λίγοι οι θαμώνες –
μετρημένοι στα δάχτυλα –τέλειωσε και το «οινόπνευμα», και τι να τους «σερβίρουν» τώρα
οι καουμπόηδες; Τότε ακριβώς ήταν που άρχισε η μεγάλη «νοθεία»… Το «καλό
πράγμα» μαζί με το «σκάρτο», μόνο και μόνο για να υπάρχει κάτι να
«ποτίζουν» τους θαμώνες, είτε τους άρεσε ή όχι, δεν είχε καμία σημασία… Το «μαγαζί»
να «πουλάει» και οι καουμπόηδες να «εισπράττουν»… Τι τους ένοιαζε αν οι θαμώνες
έφευγαν; Αφού στην «τσέπη» έμπαινε το χρήμα, ακόμα και με ένα θαμώνα και με
τις επιδοτήσεις φυσικά όλων των πολιτών της Άγριας Δύσης, ποιος καουμπόης θα στεναχωριόταν;
Ο πιανίστας ουδέποτε είχε σχέση με τις «μίξεις» και τις «νοθείες»…
Λίγο
καιρό πριν μπει λουκέτο στο σαλούν (οι καουμπόηδες τώρα είχαν απομείνει σχεδόν
μόνοι τους, να τα «πίνουν» μεταξύ τους και να «πυροβολούν» ο ένας τον άλλον,
έτσι, για να «περνά η ώρα»…) και αφού όλα αυτά τα «πέτρινα χρόνια» το σαλούν
είχε ανακηρυχθεί «διατηρητέο» από τον τοπικό Σερίφη – ο οποίος το «στήριζε» και
αυτός με δύο τρόπους: πρώτον, επιβάλλοντας φόρους σε όλους τους πολίτες της
Άγριας Δύσης, ακόμα και σε αυτούς που δεν ήταν θαμώνες του σαλούν, μόνο και
μόνο για να μην αναγκαστεί να το κλείσει το «μαγαζί», και δεύτερον, κάνοντας τα
«στραβά μάτια» στα διάφορα περιστατικά «κλοπής» που συνέβαιναν κατά καιρούς μέσα
στο σαλούν, σε βάρος πάντοτε των θαμώνων… - οι καουμπόηδες εισέπρατταν πια τα
επίχειρα των ενεργειών τους… Μόνοι τους, μέσα στην «παραζάλη» του «νοθευμένου
πράγματος» που «απολάμβαναν» και οι ίδιοι καθημερινά, και το οποίο είχε αρχίζει
να τους «πειράζει», αφού δεν είχαν πλέον τίποτα άλλο να κάνουν και με ποιόν να
ασχοληθούν, άρχισαν να κατηγορούν ευθέως τον «πιανίστα»! Ναι, ο πιανίστας φταίει για
όλα! Έφτασαν μάλιστα στο σημείο να του κάνουν «νουθεσίες», λέγοντάς του: «Μην
πυροβολείς τα πόδια σου, θα μας διώξεις του «θαμώνες» με τέτοια συμπεριφορά,
ντροπή σου, κακέ πιανίστα»! Και ο δύσμοιρος πιανίστας, «στριμωγμένος» σε μία γωνιά,
«ξεχασμένος» σχεδόν από όλους, απορούσε και σκεφτόταν…:
Ένας
πτωχός – πλην τίμιος – πιανίστας
ΥΓ. 1: Ορισμός της φράσης: «Μην πυροβολείτε τον πιανίστα»:
Χρησιμοποιείται
για περιπτώσεις όπου άτομα την πληρώνουν χωρίς να φταίνε.
Η φράση πηγάζει από παλιές ταινίες γουέστερν (καουμπόικες), αλλά και από το κόμικ του Λούκι Λουκ, όπου συνήθως υπήρχαν σκηνές που ξεσπούσαν φασαρίες στα σαλούν καταλήγουσες σε πιστολίδι, ενώ ο πιανίστας συνέχιζε να παίζει αλώβητος καθ' υπόδειξη του αφεντικού σαν να μην συμβαίνει τίποτα. Πολλές φορές η κατάληξη ήταν ο πιανίστας να βρεθεί με σφαίρα/-ες στην πλάτη.
Η φράση πηγάζει από παλιές ταινίες γουέστερν (καουμπόικες), αλλά και από το κόμικ του Λούκι Λουκ, όπου συνήθως υπήρχαν σκηνές που ξεσπούσαν φασαρίες στα σαλούν καταλήγουσες σε πιστολίδι, ενώ ο πιανίστας συνέχιζε να παίζει αλώβητος καθ' υπόδειξη του αφεντικού σαν να μην συμβαίνει τίποτα. Πολλές φορές η κατάληξη ήταν ο πιανίστας να βρεθεί με σφαίρα/-ες στην πλάτη.
Πηγή:
www.slang.gr
ΥΓ.
2: Το σημερινό «κομμάτι» του πιανίστα είναι εξαιρετικά αφιερωμένο σε όλους τους θαμώνες του
σαλούν, σε αυτούς που έφυγαν, σε αυτούς που έμειναν και σε αυτούς που θα
’ρθουν…
ΥΓ. 3: Κάθε ομοιότητα με πρόσωπα ή καταστάσεις είναι απίθανο να είναι συμπτωματική…
Σεραφείμ
Π. Παναγιωτάκης