άρθρο του Σεραφείμ Π. Παναγιωτάκη
Τις προηγούμενες ημέρες παρακολουθήσαμε με ενδιαφέρον από τα δελτία ειδήσεων μερικές σημαντικές (μεμονωμένες αρχικά) πρωτοβουλίες οι οποίες σιγά – σιγά τείνουν να λάβουν πιο μαζικό χαρακτήρα. Ο λόγος γίνεται για την προσπάθεια διαφόρων συλλόγων και Φορέων με σκοπό την επίτευξη μεγάλων (ποσοτικά) εμπορικών συμφωνιών με αγρότες – παραγωγούς άμεσα (χωρίς δηλαδή την ανάμιξη μεσαζόντων) και στόχο την δραστική μείωση της τιμής αγοράς των προϊόντων, προς όφελος φυσικά των παραγωγών όπως και των καταναλωτών, εγχείρημα που παρότι βρίσκεται «στα σπάργανα», εν τούτοις, όλες οι ενδείξεις είναι ενθαρρυντικές και αναμένεται πολύ σύντομα να υπάρξει ακόμα μεγαλύτερη ανταπόκριση του κόσμου.
Πριν από λίγες ημέρες τελείωσε η περίοδος των χειμερινών εκπτώσεων, με την εμπορική αγορά στο σύνολό της να «στενάζει» και να «καρκινοβατεί» και τις «προσφορές» πλέον να διαδέχονται άμεσα τις εκπτώσεις. Στην ύστατη προσπάθεια δηλαδή για την εξεύρεση πελατών και την αύξηση του τζίρου τους, η συντριπτική πλειοψηφία των εμπόρων (βλέπουμε σήμερα ακόμα και supermarkets να προβαίνουν σε ανάλογες ενέργειες) «ρίχνει» – σε πολλές περιπτώσεις σημαντικά – τις τιμές.
Οι δύο παραπάνω – άσχετες ίσως φαινομενικά μεταξύ τους – ειδήσεις κατά την προσωπική μου εκτίμηση «δίνουν το στίγμα της εποχής» και μάλιστα με πολύ εμφατικό τρόπο. Με άλλα λόγια, αυτό που εξάγεται ως βασικό συμπέρασμα των δύο πιο πάνω επιχειρηματικών πρωτοβουλιών (που αφορά στο σύνολο σχεδόν του επιχειρηματικού κόσμου της χώρας) είναι το εξής:
Με δεδομένο ότι στις μέρες μας η συντριπτική πλειοψηφία των επιχειρήσεων στην χώρα αναπροσαρμόζει πια την τιμολογιακή της πολιτική προς τα κάτω, ενώ ταυτόχρονα όλο και περισσότεροι ιδιώτες στρέφονται προς άλλες, «εναλλακτικές αγορές», προκειμένου να ρίξουν το κόστος αγοράς, διαπιστώνεται εύκολα πως στην κοινωνία ενυπάρχει επιτακτική και άμεση η ανάγκη για τη δραστική μείωση του κόστους πώλησης των αγαθών και των προϊόντων κατά τέτοιο τρόπο που να συνάδει – όσο μπορεί να γίνει αυτό – ή σε κάθε περίπτωση να «πλησιάζει» κάπως τα σημερινά πραγματικά εισοδήματα των πολιτών – πελατών. Στο πλαίσιο αυτό λοιπόν, όφειλε αν μη τι άλλο να «προβληματιστεί» έντονα και η Ηγεσία του ΟΔΙΕ, βλέποντας την «σύγχρονη επιχειρηματική λογική» που επιτάσσει «συμπίεση» της τελικής τιμής του παραγόμενου προϊόντος προσβλέποντας με αυτό τον τρόπο στην αύξηση της πελατείας και (δια αυτής) στην αύξηση του τζίρου.
Τα «διαθέσιμα εργαλεία» για μία τέτοια περίπτωση είναι μάλλον γνωστά. Και όχι μόνον αυτό, αλλά δυστυχώς, μέχρι σήμερα ο ΟΔΙΕ τα έχει «στρέψει εναντίον του». Και εξηγούμαι:
Ο πρώτος τρόπος μείωσης της τελικής τιμής του προϊόντος είναι ο μάλλον προφανής, δηλαδή η μείωση της ελάχιστης τιμής της στήλης των παιχνιδιών. Ενδεχομένως μία τιμή μονάδας στα 0,30 € να ήταν ικανοποιητική (εκτός των ΣΚΟΡ4 και ΣΚΟΡ6 που θα έπρεπε κατά την γνώμη μου να οριστεί στο 1,00 € για να έχει τουλάχιστον νόημα η αυξημένη – εκ των πραγμάτων – δυσκολία των παιχνιδιών αυτών και να είναι συνυφασμένη με τις αποδόσεις τους), αφού θα «επέτρεπε» σε περισσότερους (εν δυνάμει) παίκτες που έχουν χαμηλότερα εισοδήματα να ασχοληθούν στοιχηματικά με τις Ιπποδρομίες. Δηλαδή, με άλλα λόγια, σήμερα οι Ελληνικές Ιπποδρομίες έχουν καταντήσει ένα «ακριβό σπορ» με «φτηνές αποδόσεις». Και επειδή οι χαμηλές αποδόσεις είναι αποτέλεσμα πολλών παραγόντων που δεν μπορούν να αλλάξουν όλοι αμέσως και κατά βούληση (πχ μικρός αριθμός παικτών, χαμηλός τζίρος στοιχήματος, μικρός αριθμός συμμετεχόντων ίππων κλπ) τουλάχιστον θα μπορούσε μία μείωση της στοιχηματικής μονάδας να επιφέρει προς το παρόν μία σχετική «τόνωση» στους συνολικούς δείκτες του ιπποδρομιακού τζίρου (όχι πάντως να κάνει «θαύματα»).
Ένας άλλος – επίσης εξίσου σημαντικός – τρόπος είναι αυτός της μείωσης της γκανιότας των παιχνιδιών. Όπως είδαμε και νωρίτερα, η νέα «μόδα», η νέα τάση (που είναι και άκρως λογική) θέλει τους περισσότερους καταναλωτές άκρως «ψαγμένους», να προτιμούν την προσφορότερη λύση που τους ικανοποιεί τόσο ποσοτικά όσο και ποιοτικά. Και επειδή ο Ελληνικός Ιππόδρομος δεν μπορεί να διεκδικεί σήμερα «ποιοτικές δάφνες», τουλάχιστον το «ποσοτικό» του πράγματος είναι μάλλον ένα θέμα προς συζήτηση. Εξάλλου, μία μικρότερη γκανιότα σημαίνει περισσότερα «γυρίσματα» για το παιχνίδι (η περίφημη «ανακύκλωση στοιχήματος») και επομένως περισσότερα κέρδη για τον Οργανισμό. Ακόμα πάντως και αν δεν συνέβαινε τελικά κάτι τέτοιο (η αύξηση του τζίρου δηλαδή) εκείνο που θα πρόσφερε μία τέτοια ενέργεια είναι η μερική ανάσχεση του «κύματος φυγής» των υπαρχόντων φιλίππων, με δεδομένο ότι η οικονομική δυσχέρεια πλήττει σφοδρά ακόμα και αυτούς που ήταν εύρωστοι στο παρελθόν, ώστε δεν υπάρχει πια ικανό χρήμα για τέτοιου είδους «πολυτέλειες» όπως είναι το στοίχημα (στην κάθε του μορφή).
Διαπιστώνουμε λοιπόν πως η μείωση της στοιχηματικής μονάδας των ιπποδρομιακών παιχνιδιών προσβλέπει κατά κανόνα στην προσέλκυση νέων πελατών, ενώ η μείωση της γκανιότας αποσκοπεί κατά κύριο λόγο στην «στεγανοποίηση» της υπάρχουσας πελατείας. Ένα «υβριδικό σύστημα» με την παράλληλη εφαρμογή των δύο μεθόδων κατά την προσωπική μου εκτίμηση αποτελεί την ενδεδειγμένη λύση στο σημερινό αδιέξοδο. Γιατί όποιος θεωρεί πως η «κατρακύλα» του Ιπποδρόμου τελείωσε και πως «το βαρέλι απέκτησε επιτέλους πάτο», με τα νέα οικονομικά μέτρα της Κυβέρνησης να βρίσκονται μονίμως προ των πυλών, μάλλον θα πρέπει να «πλανάται πλάνην οικτρά»…
Όσοι θέλουν σήμερα να ανταπεξέλθουν επιτυχώς στις «προκλήσεις των καιρών» και να επιβιώσουν επιχειρηματικά σε ένα «πολεμικό» οικονομικά περιβάλλον τότε πρέπει να μεταχειρίζονται γρήγορα και με ακρίβεια όλα τα «όπλα» που διαθέτουν. Το «υπερ-όπλο» της αγχίνοιας λοιπόν είναι αυτό που κάνει να ξεχωρίζουν τα… «χρυσόψαρα» από τους «καρχαρίες» και όποιος το καταλάβει γρήγορα, αυτός θα έχει το «συγκριτικό πλεονέκτημα» στην αγορά και θα έχει πραγματοποιήσει ένα μεγάλο βήμα «στρατηγικής σημασίας»…
Σεραφείμ Π. Παναγιωτάκης